- μεθήκειν
- μεθήκωcome in quest ofpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεθήκω — (Α) 1. έρχομαι σε αναζήτηση κάποιου, ακολουθώ, καταδιώκω 2. (κατά τον Ησύχ.) «μεθήκειν τὸ μεταγαγεῑν ἢ μετελθεῑν». [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἥκω] … Dictionary of Greek